- αἰθεροδρόμος
- αἰθερο-δρόμος, ον,A ether-skimming, οἰωνοί Cines. ap. Ar.Av. 1393;
ὧραι IG12(5).891
(Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 ([place name] Corcyra).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὧραι IG12(5).891
(Tenos, perh. by Aratus), cf. 9(1).881.7 ([place name] Corcyra).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιθεροδρόμος — αἰθεροδρόμος, ον (AM) αυτός που διασχίζει, που διατρέχει τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰθήρ, έρος + δρόμος < ἔδραμον, αορ. β΄ τού ρ. θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. αἰθερο δρομῶ] … Dictionary of Greek
αἰθεροδρόμος — ether skimming masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθεροδρόμος — α, ο αυτός που τρέχει, πετά στους αιθέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθεροδρόμον — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem acc sg αἰθεροδρόμος ether skimming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμε — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμου — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμους — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμων — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθεροδρόμῳ — αἰθεροδρόμος ether skimming masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αιθεροδρομώ — αἰθεροδρομῶ ( έω) (Α) [αἰθεροδρόμος] διατρέχω τον αιθέρα … Dictionary of Greek